μάσα, η, ουσ. [από το μασώ (υποχωρητ.)]. 1. η τροφή, το φαγητό: «εγώ πάω για μάσα || έχει τίποτα για μάσα;». (Λαϊκό τραγούδι: πενιές και μάσες όλες αβέρτα και μαστουρλούκι πά’ στην κουβέρτα). 2. το χρηματικό όφελος, το κέρδος: «αυτή η δουλειά έχει καλή μάσα || από δουλειά εντάξει, αλλά από μάσα τι γίνεται, υπάρχει;»· βλ. και λ. χάψα·
- βούτες, μάσες, χάψες, βλ. λ. βούτα·
- έχει καλή μάσα ή έχει καλές μάσες, η δουλειά ή η υπόθεση για την οποία γίνεται λόγος, αποφέρει ικανοποιητικό κέδρος: «μπλέχτηκε με μια δουλειά που έχει καλή μάσα»·
- έχει μάσα ή έχει μάσες, η δουλειά για την οποία γίνεται λόγος, αποφέρει κέρδος: «θα σου συστήσω να κάνεις μια δουλειά που έχει μάσα»·
- έχει τρελή μάσα ή έχει τρελές μάσες, η δουλειά ή η υπόθεση για την οποία γίνεται λόγος, αποφέρει πολύ μεγάλο κέρδος: «καταπιάστηκε με μια δουλειά που έχει τρελή μάσα»·
- μάσες, ξάπλες, φούμες, έκφραση που χαρακτηρίζει την πλήρη αδράνεια, την τεμπελιά, την ανυπαρξία ενδιαφέροντος: «απ’ τη μέρα που κέρδισε στο τζόκερ, μάσες, ξάπλες, φούμες». (Λαϊκό τραγούδι: μάσες ξάπλες και τσιγάρο, ώσπου να τη ξεμπουκάρω
- παιδιά της μάσας, βλ. λ. παιδί·
- ρίχνω τρελή μάσα ή ρίχνω τρελές μάσες, τρώω πάρα πολύ, τρώω μέχρι σκασμού: «μας κάλεσε κάποιος εφοπλιστής σ’ ένα γεύμα και ρίξαμε τρελές μάσες»·
- χάψες, μάσες, ξάπλες, βλ. λ. χάψα.